- ατροφικός
- -ή, -όαυτός που πάσχει από ατροφία, αδύνατος: Το ένα του χέρι ήταν ατροφικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατροφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατροφία 2. αυτός που πάσχει από ατροφία, ισχνός, καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. atrophie] … Dictionary of Greek
άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… … Dictionary of Greek
άπλερος — η, ο 1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι») 2. ο ατροφικός … Dictionary of Greek
άτροφος — η, ο (AM ἄτροφος, ον) μσν. νεοελλ. (για γυναίκα) στείρα, άγονη αρχ. 1. ο ατροφικός 2. ο μη θρεπτικός 3. (για γάλα) που δεν πήζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
αθρεπτικός — ή, ό [άθρεπτος] ατροφικός, ισχνός … Dictionary of Greek
αναλδής — ἀναλδής, ές (Α) [ἀναλδαίνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός 2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος … Dictionary of Greek
ατραφής — ἀτραφής, ές (Α) [τρέφω] ο ατροφικός … Dictionary of Greek
γλαντός — ή, ό καχεκτικός, ατροφικός … Dictionary of Greek
εφταμηνίτης — και επταμηνίτης, ο, εφταμηνίτισσα και επταμηνίτισσα, η, εφταμηνίτικο, το [εφτάμηνο] 1. εφταμηνίτικος 2. μτφ. αυτός που παρουσιάζει σωματικές ατέλειες, ατροφικός, μικροκαμωμένος … Dictionary of Greek
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek